- κρεβαταριά
- η1. καλαμένιο πλέγμα πάνω στο οποίο απλώνονται καρποί για αποξήρανση, η καλαμωτή2. κρεβατίνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. -αριά (πρβλ. κληματ-αριά, συκωτ-αριά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Απειράνθου (Νάξου) — Το Λαογραφικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1966, στη μνήμη του αγωνιστή Ναξιώτη δικηγόρου Γιάννη Κατεινά. Επαναλειτούργησε το 1987, σε οίκημα που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού. Η συλλογή του περιέχει πάνω από χίλια αντικείμενα από την… … Dictionary of Greek